- στέμφυλο
- τοό,τι απομένει από τα σταφύλια μετά το πάτημά τους και το τράβηγμα του μούστου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στέμφυλο — το / στέμφυλον, ΝΑ, και στράφυλο και στροφύλι, και ως θηλ. και οτροφυλιά, η, Ν η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών σταφυλιών, το τσίπουρο αρχ. 1. η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών ελιών 2. στον πληθ. τὰ στέμφυλα… … Dictionary of Greek
στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… … Dictionary of Greek
στεμφυλοπιεστήριο — το, Ν πιεστήριο για τη σύνθλιψη τού γλεύκους που περιέχεται στα στέμφυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πιεστήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ε. Ι. Πονηρόπουλο] … Dictionary of Greek
στεμφυλόπνευμα — το, Ν οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινό πνευμα)] … Dictionary of Greek
στροφυλιά — Πεδινός οικισμός (752 κάτ., υψόμ. 110 μ.), στην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στα δυτικά του Μαντουδίου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ., 752 κάτ.). * * * η, Ν βλ. στέμφυλο … Dictionary of Greek
στροφύλι — (I) το, Ν βλ. στέμφυλο. (II) το, Ν το γνωστό με τη λόγια ονομασία τριγωνίσκος φυτό, παρόμοιο με το τριφύλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek